- δενδροκόμους
- δενδρόκομοςgrown with woodmasc/fem acc plδενδροκόμοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δενδροκόμης — και δενδρόκομος, ο (Α) πυκνά σκεπασμένος με δένδρα («ὑψηλών ὀρέων κορυφάς ἔπι δενδροκόμους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κόμη «τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek